πολύγνωρος

πολύγνωρος
η , ο много знающий; очень опытный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πολύγνωρος" в других словарях:

  • πολύγνωρος — η, ο, Ν αυτός που γνωρίζει πολλά, πολυμαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γνωρος (< γνωρίζω), πρβλ. πρωτό γνωρος] …   Dictionary of Greek

  • πολύγνωρος — η, ο αυτός που γνωρίζει πολλά, πολύπειρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»